Η χρήση του όρου «Μεσογειακή Διατροφή» αναφέρεται για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1948, μετά το τέλος του πολέμου η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε τη βοήθεια της Αμερικής, προκειμένου η τελευταία, ως εκβιομηχανισμένη χώρα, να προσφέρει τις γνώσεις και τους πόρους της για να αποφευχθεί ο λιμός στο νησί της Κρήτης και να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων. Το ίδρυμα Rockfeller χρηματοδότησε τη μελέτη και την ανέθεσε στον επιδημιολόγο Leland Allbaugh. Ο Allbaugh μετέβη στο νησί και με τη βοήθεια του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού κατέγραψε για 128 νοικοκυριά (πάνω από 500 ανθρώπους) τις διατροφικές τους συνήθειες, μέσα από ημερήσια γεύματα, αποθήκευση και κατανάλωση τροφίμων, παραγωγή τροφίμων και πρακτικές προετοιμασίας γευμάτων, με σκοπό να διερευνηθεί η έκταση του υποσιτισμού στον πληθυσμό.
Οι καταγραφές ανέδειξαν κάτι εντυπωσιακό: οι Κρητικοί όχι μόνο δεν υποσιτίζονταν, αλλά αντίθετα ήταν σε εξαιρετική φυσική κατάσταση και οι διατροφικές τους συνήθειες ήταν απόλυτα προσαρμοσμένες στο φυσικό περιβάλλον!
Πιο συγκεκριμένα διαπίστωσαν, ότι οι Κρητικοί ακολουθούσαν μια διατροφή η οποία βασιζόταν κατά 61% σε δημητριακά, καρπούς και σπόρους, πατάτες, όσπρια, φρούτα και λαχανικά, κατά 29% σε λιπαρά κατά βάση ελαιόλαδο και ελιές και μόλις 7% σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης όπως κόκκινο κρέας (έως δύο φορές το μήνα), ψάρι και πουλερικά (μερικές φορές την εβδομάδα), αυγά (έως 4 την εβδομάδα) και γαλακτοκομικά, κυρίως τυρί και γιαούρτι (καθημερινά σε πολύ μικρές ποσότητες). Ακολουθούσαν, δηλαδή, μια διατροφή κατά 93% φυτική! Όλα όσα κατανάλωναν δε, ήταν τοπικής παραγωγής, ό,τι μπορούσαν να καλλιεργήσουν, αφού δεν υπήρχε οικονομική δυνατότητα για εισαγόμενα προϊόντα.
Τα στοιχεία που συνέλεξαν από την έρευνα δημοσιεύτηκαν από το ίδρυμα Rockfeller το 1953 και η μελέτη συνοπτικά καταλήγει στο ότι «οι ελιές, τα δημητριακά, οι καρποί, τα όσπρια, τα πράσινα λαχανικά, τα βότανα και τα φρούτα μαζί με περιορισμένες ποσότητες κατσικίσιου κρέατος και γάλακτος, κυνηγιού και ψαριού αποτελούσαν τη βάση της κρητικής διατροφής, από τα γεύματα δεν έλειπε ποτέ το ψωμί, το ελαιόλαδο και οι ελιές συνέβαλλαν καθοριστικά στη θερμιδική αξία των γευμάτων, ενώ η κατανάλωση κρασιού ήταν συχνή μαζί με τα γεύματα.»
Παρά το γεγονός ότι αυτό το διατροφικό μοτίβο ήταν για τους Κρητικούς περισσότερο ζήτημα ανάγκης παρά επιλογής, η διατροφή τους ήταν πλήρης σε θρεπτικά συστατικά σε σύγκριση με τη διατροφή των Αμερικάνων την ίδια περίοδο. Τα ευρήματα της μελέτης Rockfeller έγιναν αντικείμενο ενδιαφέροντος και πεδίο έρευνας αργότερα τη δεκαετία του 1950. Την ίδια περίοδο στην Αμερική ο επιδημιολόγος Ancel Keys μελετούσε την πρωτοφανή αύξηση των καρδιαγγειακών νοσημάτων και την ανάδειξή τους στην υπ’ αριθμόν ένα αιτία θανάτου για τους Αμερικάνους της ηλικιακής ομάδας 40-59 ετών. Ο Ancel Keys αποφασισμένος να διερευνήσει αυτό το φαινόμενο έγινε ο εμπνευστής της μεγαλύτερης επιδημιολογικής μελέτης της εποχής, τη Mελέτη των Επτά Χωρών (The Seven Countries Study), η οποία ξεκίνησε το 1947 με σκοπό να μελετήσει τους λόγους που οι Αμερικάνοι αυτής της ηλικιακής ομάδας είχαν τόσο αυξημένους δείκτες θνητότητας από εμφράγματα.
Ένα ταξίδι του στην Ιταλία τού έδωσε την αφορμή για να διερευνήσει την επίδραση της διατροφής στην εμφάνιση καρδιαγγειακών νόσων, καθώς όπως παρατήρησε οι Ιταλοί εκείνη την περίοδο είχαν εξαιρετικά χαμηλά αντίστοιχα ποσοστά θνητότητας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, λοιπόν, ξεκίνησε η επισταμένη συλλογή στοιχείων από διάφορες χώρες, όπου οι πληθυσμοί μελετήθηκαν σε σχέση με τα επίπεδα χοληστερόλης, τα ποσοστά εμφραγμάτων καθώς και τις διατροφικές τους συνήθειες. Έτσι, δημιουργήθηκε η Μελέτη των Επτά Χωρών, ενώ η προσοχή των ερευνητών εστιάστηκε σε συγκεκριμένα χωριά της Ιταλίας, της Κρήτης και της Κέρκυρας, στα οποία υπήρχε σχεδόν μηδενικό ποσοστό θνητότητας από εμφράγματα. Η βασική υπόθεση της μελέτης ήταν, ότι οι διαφορές στα ποσοστά καρδιαγγειακής νόσου μεταξύ αυτών των χωρών σχετιζόταν με τα φυσικά χαρακτηριστικά των πληθυσμών, τα επίπεδα σωματικής άσκησης, τα επίπεδα χοληστερόλης και τις διατροφικές συνήθειες, με ιδιαίτερη μάλιστα έμφαση στην κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών.
Ήταν τότε που επινοήθηκε ο όρος «Μεσογειακή διατροφή» από τον Ancel Keys και στην ουσία η πρώτη φορά που σχετίστηκε η κατάσταση της υγείας του ανθρώπου με τη διατροφή του, μέσω μιας μακροχρόνιας μελέτης. Μέσα από τα ευρήματά του το 1959, ο Keys συνέταξε μια λίστα με συμβουλές για βέλτιστη υγεία και πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων:
- Διατηρείστε υγιές σωματικό βάρος.
- Αποφύγετε τα κορεσμένα λιπαρά, δηλαδή αυτά που βρίσκονται κατά βάση στα ζωικά τρόφιμα και προτιμήστε γαλακτοκομικά χαμηλών λιπαρών.
- Προτιμήστε τα φυτικά έλαια, αλλά κρατήστε την κατανάλωση λιπαρών κάτω του 30% των συνολικών θερμίδων.
- Καταναλώστε αφθονία φρέσκων φρούτων και λαχανικών.
- Αποφύγετε την υψηλή κατανάλωση αλατιού και ζάχαρης.
- Μην ξεχνάτε να ασκείστε καθημερινά και να περνάτε χρόνο στη φύση.
- Περιορίστε το κάπνισμα, την κατανάλωση αλκοόλ και το στρες της δουλειάς.
Το «σήμερα» της Μεσογειακής διατροφής
Αν συγκρίνουμε το πρότυπο Μεσογειακής Διατροφής της δεκαετίας του 1950 με τη διατροφή που ακολουθούν οι μεσογειακοί λαοί σήμερα, διαπιστώνουμε πως έχουμε απομακρυνθεί εξαιρετικά από εκείνες τις συνήθειες. Επιπλέον, ακόμα και αν κανείς ακολουθεί την πρωτότυπη Μεσογειακή Διατροφή σήμερα, μειώνοντας σημαντικά δηλαδή την κατανάλωση κόκκινου κρέατος, αλλά συμπεριλαμβάνοντας συχνά ή καθημερινά μέτριες ποσότητες από γαλακτοκομικά, ψάρι πουλερικά και αυγά στη διατροφή του, πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του την ποιότητα αυτών των τροφών σήμερα σε σχέση με τότε.
Καταρχάς, τη δεκαετία του 1950 η παραγωγή αυτών των προϊόντων ήταν τοπική και πολύ περιορισμένη. Κάθε νοικοκυριό ήταν ζήτημα αν είχε μια ή δύο κατσίκες και κάποιες λίγες κότες, που σίγουρα δεν ήταν η μία γενετικός κλώνος της άλλης, ούτε έπαιρναν φάρμακα για να μη χαλάσει η παραγωγή. Επίσης, οι μεσογειακοί λαοί ψάρευαν σε τελείως διαφορετική ποιότητα θαλάσσιων υδάτων, σε αντίθεση με το σήμερα που τα ύδατα είναι γεμάτα βαρέα μέταλλα, μικροπλαστικά και κάθε λογής περιβαλλοντικό ρύπο σε κάθε μήκος και πλάτος της γης. Το φυσικό περιβάλλον εκείνα τα χρόνια ήταν ελεύθερο από επίμονους οργανικούς ρύπους (persistant organic pollutants,POPs), οι οποίοι σήμερα είναι μια αόρατη θηλιά γύρω από το λαιμό μας και επηρεάζει ακόμα και ζώα οικόσιτα και ελευθέρας βοσκής. Εν ολίγοις σήμερα στην εξίσωση του «τι θεωρείται υγιεινό» έχει μπει και ο παράγων ρύπανση του φυσικού περιβάλλοντος.
Το γεγονός επίσης ότι, η κατανάλωση αυτών των τροφών περιορίζονταν σε μόλις 7% της συνολικής δίαιτας, συνδυαζόταν με ένα παρθένο περιβάλλον, το οποίο δεν πιεζόταν στα όρια της βιωσιμότητάς του προκειμένου να καλύψει τις προτιμήσεις του πληθυσμού. Η βιωσιμότητα των σύγχρονων διατροφικών συνηθειών στον ανεπτυγμένο κόσμο είναι σήμερα πεδίο εκτενούς και εντατικής συζήτησης στον επιστημονικό κόσμο. Ακόμα και η βιωσιμότητα του μεσογειακού διατροφικού μοντέλου, το οποίο βρίσκεται εδώ και δεκαετίες στην κορυφή των διατροφικών μοντέλων, αποτέλεσε πρόσφατα το αντικείμενο αναθεώρησης της Μεσογειακής πυραμίδας από το International Journal of Environmental Research and Public Health, αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι δε μπορούμε πια να αγνοούμε τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο των διατροφικών συστάσεων.
Και αν κανείς σκέφτεται ότι, και τα φυτικά τρόφιμα είναι γεμάτα φυτοφάρμακα, οπότε δεν έχει διαφορά τελικά τι επιλέγουμε να φάμε, ίσως δε γνωρίζει την έννοια της βιοσυσσώρευσης, το φαινόμενο δηλαδή κατά το οποίο η συγκέντρωση μη μεταβολιζόμενων περιβαλλοντικών ρύπων αυξάνεται στους ιστούς των οργανισμών όσο ανεβαίνουμε στην τροφική αλυσίδα. Το φαινόμενο αυτό, όπως είναι φυσικό, επιβαρύνει πρωτίστως τα ανώτερα θηλαστικά με κορωνίδα τα θηλάζοντα βρέφη, αφού αυτά βρίσκονται στην κορυφή της διατροφικής αλυσίδας. Αν λοιπόν το μαρούλι έχει συγκέντρωση ρύπων x, η αγελάδα που τρώει το μαρούλι έχει στο σώμα της συγκέντρωση 10x, η μητέρα που τρώει μοσχαρίσιο κρέας θα έχει 100x και αν θηλάζει το μωρό της, αυτό θα συγκεντρώνει την τοξική ουσία στο σώμα του 1000x. Οπότε, στο ερώτημα αν είναι καλύτερο να φάω το μαρούλι ή το μοσχάρι νομίζω η ζυγαριά γέρνει προς το μαρούλι.
Φυσικά, κανείς δε μπορεί να πει με σιγουριά, αν καταναλώνοντας ζωικά τρόφιμα θα είμαστε σε μερικά χρόνια απαραιτήτως ασθενείς. Όμως, σίγουρα δεν είναι τυχαία η ραγδαία αύξηση παθήσεων τις τελευταίες δεκαετίες: καρδιαγγειακά, διαβήτης, καρκίνος, αυτοάνοσα και τόσες άλλες παθήσεις που ο τρόπος ζωής του σύγχρονου ανθρώπου έχει κανονικοποιήσει. Είναι ο τρόπος που ζούμε και τρεφόμαστε, αλλά και το περιβάλλον, το οποίο έχει υποβαθμιστεί εξαιρετικά εξαιτίας της δραστηριότητάς μας. Παρά, δε, το γεγονός ότι το προσδόκιμο ζωής μας έχει αυξηθεί, τα υγιή χρόνια που ζουν οι άνθρωποι (χωρίς φαρμακευτική αγωγή και ελεύθεροι νοσημάτων) όλο και μειώνονται.
Στο θέμα της διατροφής όπως και στην οικονομία υπάρχει το «κόστος ευκαιρίας»: επιλέγοντας ένα πράγμα χάνεις κάτι άλλο. Αν πρέπει, λοιπόν, να επιλέξουμε τι θα βάλουμε στο πιάτο μας είναι σοφό και έξυπνο να σκεφτούμε. Μπορώ να επιλέξω κάτι καλύτερο; Κάτι ΠΙΟ υγιεινό; Κάτι ΛΙΓΟΤΕΡΟ βλαβερό;
Ας μην ξεχνάμε επίσης το οικονομικό συμφέρον της βιομηχανίας και πόσο αυτό κατευθύνει έμμεσα αλλά αποτελεσματικά τις επιλογές μας. Η βιομηχανία τροφίμων, μέσω της διαφήμισης, έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση διατροφικών συνηθειών, ιδιαιτέρως από τη δεκαετία του 1960 με την επανάσταση του «έτοιμου» και «γρήγορου» φαγητού. Οι στοχευμένες πρακτικές marketing της βιομηχανίας, σε συνδυασμό με την έλλειψη διατροφικής παιδείας μέσα στα χρόνια, έχουν δημιουργήσει το τέλειο έδαφος για τη δημιουργία και τη διαιώνιση εσφαλμένων εντυπώσεων στους ανθρώπους για το τι είναι θρεπτικό και απαραίτητο για την υγεία μας. Ένα μεγάλο μέρος των καταναλωτών σήμερα δεν συνειδητοποιεί, ότι πολλά από αυτά τα τρόφιμα που διαφημίζονται ως υγιεινά και απαραίτητα, είναι πραγματικά ωφέλιμα μόνο για τις τσέπες των παραγωγών τους.
Ευτυχώς, έχει σημειωθεί πρόοδος τουλάχιστον ως προς την κατανάλωση κόκκινου κρέατος, για την οποία η επιστημονική βιβλιογραφία είναι πια κατηγορηματική. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (παρά τις πιέσεις που δέχεται από την πανίσχυρη βιομηχανία κρέατος της Αμερικής) έχει κατατάξει το κρέας θηλαστικών (κόκκινο κρέας) στην κατηγορία 2Α των καρκινογόνων, δηλαδή «πιθανότατα καρκινογόνο» για τον άνθρωπο. Ωστόσο, τεράστιο μέρος των επαγγελματιών υγείας αγνοεί επιδεικτικά τη σύγχρονη επιστημονική βιβλιογραφία και καθιστά τη στροφή των ανθρώπων προς πιο υγιεινές διατροφικές συνήθειες δύσκολη έως αδύνατη. Πόσες φορές έχετε ακούσει έναν παιδίατρο να συστήνει συχνή (αν όχι καθημερινή) κατανάλωση κρέατος, προκειμένου να εξασφαλιστεί η πρόσληψη σιδήρου, αγνοώντας ότι για μερικά mg σιδήρου φορτώνουμε το σώμα των παιδιών με κορεσμένα λιπαρά και ένα σωρό ακόμα τοξικά παράγωγα και ορμόνες που υπάρχουν στο κρέας; Αντίθετα, πόσους παιδίατρους γνωρίζετε να έχουν μελετήσει τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα που κάνουν λόγο για την τοξικότητα του αιμικού σιδήρου και για το γεγονός ότι από κανέναν επίσημο οργανισμό διατροφής παγκοσμίως το κόκκινο κρέας ΔΕΝ θεωρείται απαραίτητη τροφή για την κάλυψη των αναγκών μας σε σίδηρο σε ΚΑΜΙΑ ηλικιακή ομάδα;
Αντίστοιχα, πόσους γιατρούς έχετε ακούσει να προτείνουν την κατανάλωση γαλακτοκομικών για γερά κόκαλα και για το πόσο απαραίτητο είναι το γάλα άλλων ζώων για τα παιδιά; Αντίθετα, πόσους γιατρούς έχετε ακούσει να ενημερώνουν τους ανθρώπους για το γεγονός ότι το γάλα άλλων ζώων, όχι απλώς ΔΕΝ είναι απαραίτητο για βέλτιστη σκελετική υγεία αλλά στη σημερινή επιστημονική βιβλιογραφία υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης γαλακτοκομικών με πρόωρη εμμηναρχή στα κορίτσια, ορμονικές διαταραχές, ακμή, καρκίνο του προστάτη, καρκίνο του μαστού, αλλεργίες; Πόσο εξωφρενικό είναι σε ασθενείς που αναρρώνουν στο νοσοκομείο μετά από bypass να σερβίρουν μπιφτέκι με πουρέ; Τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν τελειωμό, όμως πιστεύω ακράδαντα ότι οφείλουμε να τα θέτουμε.
Ο δρόμος της ενημέρωσης και της αλλαγής είναι πολλές φορές δύσβατος. Ειδικά όταν χρειάζεται να ξεχάσουμε πολλά από αυτά που θεωρούσαμε δεδομένα επειδή έτσι μας τα έμαθαν. Η επιστήμη προχωράει και ανακαλύπτει. Ο κόσμος και το περιβάλλον αλλάζει. Όσο και να βρίσκει αντίσταση η αναθεώρηση γνώσεων και πρακτικών, οφείλουμε να κρατάμε ανοιχτό μυαλό στις εξελίξεις και ανοιχτή καρδιά στην προσαρμογή. Την επόμενη φορά που θα δείτε ροζ φιόγκο εκστρατείας κατά του καρκίνου του μαστού σε τυρί κρέμα αναρωτηθείτε, γιατί άραγε ενώ τα γαλακτοκομικά έχουν συσχετιστεί με τον καρκίνο του μαστού, η εταιρεία περήφανα υποστηρίζει δράσεις για την εξάλειψη του καρκίνου; Η απάντηση είναι απλή: γιατί η γνώση των ανθρώπων είναι ελλιπής. Οι επαγγελματίες υγείας είναι περισσότερο εκπαιδευμένοι στο δίπτυχο φάρμακο-νυστέρι παρά στο να βοηθούν τους ανθρώπους να παραμένουν υγιείς. Και φυσικά γιατί το φιλάνθρωπο προφίλ της εταιρείας αυξάνει τις πωλήσεις.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
What is the Seven Countries Study? 7 Countries Study. https://www.sevencountriesstudy.com/
Altomare R, Cacciabaudo F, Damiano G, Palumbo VD, Gioviale MC, Bellavia M, Tomasello G, Lo Monte AI. The mediterranean diet: a history of health. Iran J Public Health. 2013 May 1;42(5):449-57.
Nestle M. Mediterranean diets: historical and research overview. Am J Clin Nutr. 1995 Jun;61(6 Suppl):1313S-1320S. doi: 10.1093/ajcn/61.6.1313S.
Britannica, The Editors of Encyclopaedia. “Mediterranean diet”. Encyclopedia Britannica, 16 Jan. 2023, https://www.britannica.com/topic/Mediterranean-diet. Accessed 4 February 2023.