Skip to content Skip to footer

Το 2001 ο Αμερικανός μοριακός βιολόγος Joshua Lederberg αναφέρει για πρώτη φορά τον όρο «μικροβίωμα», εννοώντας την «οικολογική κοινότητα» από μικροοργανισμούς, συμβιωτικούς και παθογόνους (βακτήρια, ιοί και μύκητες) που αποικούν το σώμα μας. Ο όρος τυπικά αναφέρεται στο σύνολο του γονιδιώματος (γενετικό υλικό/γονίδια) όλων αυτών των μικροοργανισμών, ωστόσο συνηθίζεται να χρησιμοποιείται συμβατικά για να τους περιγράψει σε επίπεδο κοινότητας (είδη/ στελέχη) και όχι γενετικού υλικού.

Περίπου 100 τρις μικροοργανισμών (πάνω από 1.000 διαφορετικά είδη) αποικούν όλους τους ανθρώπινους ιστούς,  και κυρίως το έντερο. Οι μικροοργανισμοί αυτοί είναι στην πλειοψηφία τους βακτήρια (κατά βάση τα φύλλα Bacteroidetes και Firmicutes), αλλά και ιοί και μύκητες (mycobiome). Μέρος του μικροβιώματος βρίσκεται επίσης στο στόμα, τη ρινική κοιλότητα, το φάρυγγα το λάρυγγα, τους πνεύμονες, τον κόλπο και το δέρμα. Από αυτούς κάποιοι είναι ωφέλιμοι και κάποιοι δυνητικά επιβλαβείς.

Σε ιδανικές συνθήκες υπάρχει ισορροπία μεταξύ ωφέλιμων και παθογόνων ειδών και το εντερικό μικροβίωμα, στο σύνολό του, βρίσκεται σε αρμονία και επικοινωνία με το υπόλοιπο σώμα, διατηρώντας την ομοιόσταση (homeostasis). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι μικροοργανισμοί ζουν σε ένα απόλυτα ιδανικό για αυτά περιβάλλον και ο ξενιστής (το ανθρώπινο σώμα) επωφελείται από τις πολλαπλές δράσεις αυτής της ποικιλόμορφης κοινότητας.

H σύσταση της εντερικής χλωρίδας διαφέρει σημαντικά από αντίστοιχες κοινότητες μικροβίων που έχουν απομονωθεί στο χώμα και τον υδάτινο κόσμο, ωστόσο όπως και στον φυσικό κόσμο έτσι και στο έντερο, οι μικροοργανισμοί έχουν εξελιχθεί σε συνεργασία με τον ξενιστή τους, δημιουργώντας μια μοναδική κοινότητα που επιβιώνει, συμβιώνει και είναι λειτουργική σαν ένα ακόμα όργανο του ανθρώπινου σώματος. Επιστημονικά δεδομένα καταδεικνύουν τη μοναδικότητα του καθενός μας σε επίπεδο μικροβιώματος, αναφέροντας ότι, οι άνθρωποι μοιράζονται μεν ένα μέρος του μικροβιώματος σε επίπεδο γενετικού υλικού, όμως σε επίπεδο ειδών της χλωρίδας του εντέρου ή της παλάμης μπορεί να διαφέρουν κατά 80%!

Από τη στιγμή που εμφανίστηκε στην επιστημονική βιβλιογραφία, το μικροβίωμα απασχολεί με ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον τους ερευνητές, όχι μόνο λόγω των ανεξάντλητων ιδιοτήτων του αλλά και λόγω της άρρηκτης σχέσης του με την κατάσταση υγείας και ασθένειας του ανθρώπινου σώματος. Παρά το γεγονός ότι η γνώση μας για το μικροβίωμα ολοένα και εμπλουτίζεται, υπάρχουν ακόμα αρκετά ερωτήματα προς αποσαφήνιση. Για παράδειγμα, το πόσα διαφορετικά είδη μικροοργανισμών αποικούν κάθε μέρος του σώματος, ή αν και πως μεταβάλλεται η σύσταση της χλωρίδας σε ένα συγκεκριμένο άτομο μέσα στο χρόνο και ανάλογα με τις συνήθειες του. Ακόμα το πόσο διαφορετική είναι η σύσταση της χλωρίδας ανάμεσα σε συγγενικά και μη συγγενικά άτομα.

Πολλά από αυτά τα ερωτήματα φιλοδοξεί να τα απαντήσει ο νεοσύστατος κλάδος metagenomics μέσω μελετών όπως το NIH Human Microbiome Project και το American Gut Project που στοχεύουν στην απομόνωση και τον χαρακτηρισμό των διαφορετικών τάξεων και στελεχών της χλωρίδας υγιών ατόμων. Ο κλάδος των metagenomics μπορεί να αποτελέσει το μέλλον της προσωποποιημένης ιατρικής υπηρεσίας, αποκλειστικά προσαρμοσμένης στο γενετικό προφίλ του ατόμου και του μικροβιώματός του.

Πώς αποκτάται το μικροβίωμα;

Έξι βασικοί παράγοντες φαίνεται να επηρεάζουν την εμφάνιση του εντερικού μικροβιώματος σε κάθε άνθρωπο:

Προγεννητική έκθεση στο μικροβίωμα της μητέρας: αν και η πρωταρχική επαφή του ανθρώπου με μικροοργανισμούς είναι κατά τη γέννησή του, η σύγχρονη βιβλιογραφία δείχνει ότι μπορεί να γίνεται μεταφορά μικροβιώματος μέσω του πλακούντα από τη στοματική κοιλότητα της μητέρας στο έμβρυο.

Γέννηση:  η «οδός» γέννησης είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς αποτελεί την πρώτη επαφή ενός ανθρώπου με το περιβάλλον. Ο κολπικός τοκετός εκθέτει το νεογέννητο στο μικροβίωμα του κόλπου και του πρωκτού της μητέρας. Μόλις 20 λεπτά μετά τη γέννηση των νεογνών που γεννήθηκαν φυσιολογικά, το μικροβίωμά τους ομοιάζει με αυτό του κόλπου της μητέρας τους. Αντίθετα, κατά την καισαρική τομή τα νεογέννητα έρχονται σε επαφή πρώτα με το περιβάλλον του χειρουργείου και μέρος της χλωρίδας του δέρματος της μητέρας. Το vaginal seeding είναι μια πρακτική, η οποία σύμφωνα με το ACOG (American College of Obstetricians and Gynecologists) προβλέπει τη μεταφορά υγρών με μια γάζα από τον κόλπο της μητέρας, αμέσως μετά τη γέννηση, στο δέρμα το στόμα και τη μύτη των νεογνών που γεννήθηκαν με καισαρική. Η πρακτική εφαρμόζεται υπό αυστηρό πρωτόκολλο, όμως είναι μάλλον ο καλύτερος τρόπος να λάβει το μωρό τον πλούτο μικροβιώματος που έχασε λόγω της καισαρικής.

Σίτιση του νεογνού και έναρξη στέρεων τροφών: ακόμα ένας παράγοντας που διαφοροποιεί σημαντικά την εντερική χλωρίδα του νεογέννητου είναι το αν θα ξεκινήσει να θηλάζει ή θα πάρει γάλα φόρμουλας. Το μητρικό γάλα περιέχει, όχι μόνο ζωντανούς μικροοργανισμούς, αλλά και ποικιλία σύνθετων υδατανθράκων που ονομάζονται ολιγοσακχαρίτες του μητρικού γάλακτος (human milk oligosaccharides). Αυτοί δρουν ως πρεβιοτικά, ως τροφή δηλαδή για τα βακτήρια, ρυθμίζοντας τη σύσταση της εντερικής χλωρίδας του μωρού και ενισχύοντας την ποικιλομορφία. Αργότερα, κατά την έναρξη στέρεων τροφών η εισαγωγή φαγητών πλούσιων σε φυτικές ίνες, όπως φρούτα λαχανικά και όσπρια βοηθάει το βρέφος να διατηρήσει αυτό το πρώιμο υγιές μικροβίωμα και να το εξελίξει σε ένα ώριμο υγιές μικροβίωμα. Κάπου κοντά στην ηλικία των 2-3 ετών η εντερική χλωρίδα του παιδιού ομοιάζει με αυτή ενός ενήλικα και θα παραμείνει σχετικά σταθερή για το υπόλοιπο της ζωής του.

Επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον:  η καθημερινή επαφή ενός ανθρώπου με το περιβάλλον μέσα και έξω από το σπίτι του συνεχώς εμπλουτίζει το μικροβίωμά του. Η τάση για συνεχή αποστείρωση των χώρων γύρω μας καθώς και ο φόβος της «βρωμιά» που έχει η επαφή με τη φύση περιορίζει σημαντικά την επαφή μας με πλήθος μικροοργανισμών, τα οποία κατά το μεγαλύτερο μέρος τους θα ωφελούσαν τη χλωρίδα μας και κατ’επέκταση την υγεία μας. Πάνω σε αυτό βασίζεται και η “υπόθεση της υγιεινής” (hygiene hypothesis), η οποία αναφέρει ότι “η πρώιμη παιδική έκθεση σε συγκεκριμένους μικροοργανισμούς προστατεύει από αλλεργικές ασθένειες συμβάλλοντας στην ανάπτυξη του ανοσοποιητικού συστήματος. Αντίθετα, η έλλειψη έκθεσης θεωρείται ότι οδηγεί σε ελαττώματα στην εγκαθίδρυση ανοσολογικής ανοχής”.

Γονίδια: η σχέση μεταξύ των γονιδίων μας και της έκφρασης συγκεκριμένων τάξεων μικροβίων στην εντερική χλωρίδα καθώς και το σε ποιο βαθμό αυτό συμβαίνει, παραμένει ένα ερώτημα το οποίο δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως. Μελέτες σε μονοζυγωτικούς και ετεροζυγωτικούς διδύμους καταδεικνύουν κάποια συσχέτιση μεταξύ γονιδίων και μικροβιώματος, όμως περισσότερες μελέτες χρειάζονται για να έχουμε πιο συγκεκριμένα και ξεκάθαρα στοιχεία.

Τι ορίζεται ως «υγιές» και «μη υγιές» μικροβίωμα;

Παρά το γεγονός ότι δεν έχουμε ακριβή ορισμό για το τι συνιστά ένα «υγιές» μικροβίωμα, υπάρχει συναίνεση στη βιβλιογραφία ως προς κάποια χαρακτηριστικά του. Ένα υγιές μικροβίωμα λοιπόν, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ποικιλομορφία μικροβίων. Αυτή η ποικιλομορφία είναι που προσδίδει στο μικροβίωμα προσαρμοστικότητα, την ικανότητα δηλαδή να διατηρεί την ισορροπία και τη λειτουργικότητά του όταν αυτή απειλείται από πάσης φύσεως μεταβολές, όπως χημικές (αλλαγές στη διατροφή, φάρμακα), φυσιολογικές (ρυθμός διέλευσης «υλικού» δια μέσω του εντέρου, pH) ή μικροβιακές (προβιοτικά).

Αντίστροφα, όταν υπάρξει μεταβολή στη σύσταση της μικροχλωρίδας, όπως μείωση ωφέλιμων βακτηρίων, αύξηση πιθανώς παθογόνων (καιροσκοπικών) βακτηρίων ή/και γενικότερη μείωση της ποικιλομορφίας, επικρατεί μια κατάσταση που ονομάζεται «δυσβίωση» (dysbiosis) ή «δυσβακτηρίωση» (dysbacteriosis). H δυσβίωση συνεπιφέρει αλλαγές στη λειτουργικότητα της χλωρίδας, έκκριση τοξικών μεταβολιτών (metabolic endotoxaemia) και απορρύθμιση στις μεταβολικές διαδικασίες. Η αλλοίωση στη σύστασης της χλωρίδας δημιουργεί επίσης αυξημένη διαπερατότητα του εντέρου (leaky gut) και συνακόλουθη ενεργοποίηση της ανοσολογικής αντίδρασης

Έχουμε σήμερα εκτεταμένη βιβλιογραφία, η οποία συσχετίζει την ύπαρξη δυσβίωσης με πλήθος ασθενειών: αυτοάνοσα νοσήματα, παχυσαρκία, αλλεργίες, φλεγμονώδεις παθήσεις του έντερου, νευροεκφυλιστικές παθήσεις, ενδοκρινολογικές παθήσεις, κατάθλιψη, αυτισμός, καρκίνος και η λίστα φαίνεται πως ολοένα μεγαλώνει.

Παράγοντες που συμβάλλουν στη δυσβίωση

Φαίνεται πως αρκετοί είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν τη σύσταση και την ποικιλομορφία της εντερικής χλωρίδας. Μερικά παραδείγματα αποτελούν γενετικοί /επιγενετικοί παράγοντες, λοιμώξεις, στρες, ηλικία, τρόπος ζωής, ξενοβιοτικοί παράγοντες (οποιαδήποτε εξωγενής ουσία όπως φάρμακα-κυρίως αντιβιοτικά, φυτοφάρμακα, περιβαλλοντικοί ρύποι, βιομηχανικά χημικά, πρόσθετα τροφίμων, καλλυντικά κ.α.).  Ο πλέον καθοριστικός  παράγοντας του τρόπου ζωής μας όμως, σε σχέση με τη σύσταση της χλωρίδας και τις πιθανότητες εμφάνισης δυσβίωσης, είναι η διατροφή μας.

Μια διατροφή υψηλή σε επεξεργασμένα τρόφιμα, κορεσμένα λιπαρά, χοληστερόλη, ελεύθερα σάκχαρα και χαμηλή σε φυτικές ίνες (τη βασική τροφή για την εντερική χλωρίδα), όχι μόνο δυσκολεύει σημαντικά τα βακτήρια του εντέρου να επιτελέσουν τις λειτουργίες τους, αλλά επιπλέον δημιουργεί τοξικούς μεταβολίτες τόσο για την ίδια τη χλωρίδα όσο και για τον υπόλοιπο οργανισμό (π.χ. LPS, TMAO, Neu5Gc). Τα γλυκαντικά, επίσης, όπως η σουκραλόζη, η ασπαρτάμη και η ζαχαρίνη, παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζονται ως κατά βάση ασφαλή για την υγεία μας, φαίνεται να έχουν αρνητική επίδραση στην εντερική χλωρίδα.

Τα αντιβιοτικά, κυρίως τα ευρέως φάσματος (Ampicillin, amoxicillin, ciprofloxacin, chloramphenicol, tetracyclines κ.λ.π), δρουν στη χλωρίδα του εντέρου όπως η χλωρίνη στις επιφάνειες. Μέσα σε μόλις τρεις μέρες από την έναρξη μια θεραπείας με αντιβιοτικό, παρατηρείται αρνητική επίδραση τόσο στην ποικιλομορφία όσο και στην κατανομή τα χλωρίδας του εντέρου. Επιπλέον, κάποια πιο ανθεκτικά παθογόνα βακτήρια, τα οποία μπορεί να έχουν παραμείνει ζωντανά παρά τη θεραπεία (π.χ. Clostridium difficile) μπορεί να αρχίσουν να αναπαράγονται ανεξέλεγκτα. Η ακριβής επίδραση των αντιβιοτικών στο μικροβίωμα, καθώς και το αν θα είναι παροδική ή μόνιμη, εξαρτάται φυσικά από πολλούς παράγοντες, όπως η διάρκεια και η συχνότητα της θεραπείας, η πρότερη κατάσταση του μικροβιώματος, η ηλικία, ο τρόπος ζωής κ.α.

Σε παιδιά κάτω των 3 ετών, στα οποία η χλωρίδα είναι σε πρώιμο στάδιο, η χρήση αντιβιοτικών μπορεί να επιφέρει μόνιμη απώλεια κάποιων ωφέλιμων ειδών. Άλλα φάρμακα που μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά το μικροβίωμα είναι τα αντιφλεγμονώδη, τα αντισυλληπτικά, φάρμακα του στομάχου, τα αντιισταμινικά κ.α.

Ο ρόλος του μικροβιώματος

Μόλις δύο δεκαετίες μετρά η μελέτη του μικροβιώματος και οι επιστήμονες έχουν βρεθεί μπροστά σε συναρπαστικά ευρήματα για τον καθοριστικό ρόλο που παίζει για την υγεία μας αυτή η αχανής και ποικιλόμορφη κοινότητα μικροοργανισμών που αποικεί το έντερο και το υπόλοιπο σώμα μας.

Οι λειτουργίες του μικροβιώματος εκτός του ότι είναι πολλαπλές και περίτεχνες, είναι και τόσο νευραλγικής σημασίας για την ισορροπία του ανθρώπινου οργανισμού, που όχι άδικα ο επιστημονικός κόσμος θεωρεί πια το μικροβίωμα σαν άλλο ένα «όργανο». Παρακάτω είναι οι πιο βασικές λειτουργίες που το μικροβίωμά μας επιτελεί για εμάς:

Ανοσολογική άμυνα: Η εντερική χλωρίδα βρίσκεται συνεχώς σε διάδραση με το ανοσοποιητικό σύστημα, αφού ο βλεννογόνος του εντέρου έρχεται σε επαφή καθημερινά με μη ανθρώπινο υλικό, το φαγητό μας.  Το ανοσοποιητικό σύστημα λοιπόν πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίζει και να ξεχωρίζει ακίνδυνα από πιθανώς παθογόνα στοιχεία και να παρεμβαίνει στην πιθανότητα αναπαραγωγής και εξάπλωσης των τελευταίων. Για αυτό το 70% των κυττάρων του ανοσοποιητικού μας βρίσκονται στο έντερο. Υπάρχουν μάλιστα κύτταρα στην επιφάνεια του εντερικού βλεννογόνου που περνούν όλη τη ζωή τους εκκρίνοντας αντισώματα. Η δυσβίωση και η αυξημένη διαπερατότητα του εντέρου (leaky gut) φαίνεται να είναι καθοριστικοί παράγοντες στην έναρξη ανοσολογικής αντίδρασης και αυτοάνοσων νοσημάτων.

Θρέψη και μεταβολισμός: Η εντερική χλωρίδα συνεισφέρει εκτενέστατα στις μεταβολικές διεργασίες του οργανισμού  με ένζυμα, τα οποία δεν κωδικοποιούνται από το ανθρώπινο γονιδίωμα αλλά συμβάλλουν στην αποδόμηση θρεπτικών συστατικών όπως πολυσακχαρίτες (κυρίως φυτικές ίνες), πολυφαινόλες κ.α. Κατά την αποδόμηση των φυτικών ινών παράγονται λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου (short chain fatty acids, SCFAs), τα οποία έχουν πολλαπλά οφέλη για την υγεία μας. Τα σημαντικότερα λιπαρά οξέα που παράγονται είναι:

το οξικό (acetate) – σε μεγαλύτερο ποσοστό – συμβάλλει στη ρύθμιση των πληθυσμών άλλων βακτηρίων, καθώς επίσης και στο μεταβολισμό της χοληστερόλης αλλά και τη ρύθμιση της λιπογένεσης, έχοντας πιθανή δράση και στη ρύθμιση της όρεξης.

το βουτυρικό (butyrate) είναι η κύρια πηγή ενέργειας για τα κύτταρα του παχέος εντέρου, ενώ συμβάλλει στην απόπτωση (φυσικό θάνατο) των καρκινικών κυττάρων. Παίζει επίσης ρόλο στη ρύθμιση της γλυκόζης και της παραγωγής ενέργειας και της αντίστασης στην ινσουλίνη.

το προπιονικό (propionate) φαίνεται να έχει δράση στη ρύθμιση επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα και της όρεξης.

Ακόμα μια λειτουργία της εντερικής χλωρίδας είναι η σύνθεση βιταμινών (βιταμίνης Κ και σύμπλεγμα βιταμινών Β), η σύνθεση αμινοξέων αλλά και η διευκόλυνση απορρόφησης μετάλλων όπως το μαγνήσιο, το ασβέστιο και ο σίδηρος. Επίσης, συγκεκριμένα είδη βακτηρίων (bacteroides) συμβάλλουν στην παραγωγή συζευγμένου λινολεικού οξέος (conjugated linoleic acid, CLA) το οποίο έχει αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες.

Ψυχική υγεία και νευρολογικές παθήσεις: Η επικοινωνία μεταξύ εντέρου και εγκεφάλου (gut-brain axis) συμβαίνει μέσω ενός περίτεχνου συστήματος, το οποίο περιλαμβάνει αφενός το πνευμογαστρικό νεύρο (vagus nerve) και αφ’ ετέρου κάποιες ορμόνες. Συμβαίνει επίσης μέσα από κύτταρα του ανοσοποιητικού καθώς και μέσω της εντερικής χλωρίδας. Τα βακτήρια του εντέρου παράγουν νευροχημικά μόρια, τα οποία μέσω της κυκλοφορίας φτάνουν στον εγκέφαλο και επηρεάζουν νευρολογικές και συναισθηματικές διεργασίες, όπως η μάθηση, η μνήμη και η διάθεση. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 95% της σεροτονίνης (serotonin) που υπάρχει στο σώμα μας, ενός νευροδιαβιβαστής που έχει άμεση επίδραση στη διάθεση, τον κιρκαδικό ρυθμό και την εντερική κινητικότητα, παράγεται από τα βακτήρια του εντέρου. Δεν είναι έκπληξη λοιπόν που στη σύγχρονη βιβλιογραφία η δυσβίωση έχει συσχετιστεί με νευρολογικές παθήσεις όπως κατάθλιψη, ο αυτισμός, η επιληψία, το Alzheimer’s, αλλά και με λειτουργικές παθήσεις του εντέρου όπως το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου (Irritable bowel syndrome, IBS).

Παθήσεις του αναπνευστικού: Η σύνδεση του εντέρου με τους πνεύμονες είναι σχετικά καινούργια στη βιβλιογραφία και έχει παρουσιάσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον με αφορμή την εμφάνιση του SARS-CoV-2. Παρά το γεγονός ότι το έντερο και οι πνεύμονες είναι όργανα ασύνδετα ανατομικά, σε πολλά επιστημονικά άρθρα γίνεται αναφορά στο gut-lung axis, καθώς όπως φαίνεται η χλωρίδα που υπάρχει στα δύο αυτά όργανα να βρίσκεται σε “ενδο-επικοινωνία” και αλληλεπίδραση. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται μάλιστα και στα αλλά «βασίλεια» μικροοργανισμών, τους ιούς και τους μύκητες, που αποικούν τόσο το έντερο όσο και τους πνεύμονες και το πώς και αυτά με τη σειρά τους αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Πιο συγκεκριμένα, αλλαγές στη σύσταση της εντερικής χλωρίδας ή/και δυσβίωση οδηγούν όπως έχουμε πει σε αυξημένη διαπερατότητα του εντέρου, με συνέπεια κάποιοι μικροοργανισμοί και οι μεταβολίτες τους να μεταφέρονται μέσω της κυκλοφορίας στους πνεύμονες, να εντοπίζονται από το ανοσοποιητικό και να πυροδοτούν ή να επιδεινώνουν συστημικές και πνευμονικές φλεγμονές.

Κλινικές παρεμβάσεις στο μικροβίωμα

 Το τεράστιο φάσμα λειτουργικότητας του μικροβιώματος αποτελεί πεδίο μελέτης σε σχέση με το κατά πόσο μπορούμε να παρέμβουμε στη σύστασή του, με σκοπό να έχουμε κλινικά αποτελέσματα σε παθολογικές καταστάσεις και την πρόληψή τους.

Διάφορες σύγχρονες μελέτες ανοίγουν το δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση με παρεμβάσεις, οι οποίες γίνονται είτε μέσω αλλαγών στον τρόπο ζωής, δηλαδή αλλαγές στη διατροφή, τα επίπεδα άσκησης και την ποιότητα του ύπνου, είτε μέσω θεραπειών όπως στοχευμένη χορήγηση προβιοτικών (probiotics), πρεβιοτικών (prebiotics), συμβιοτικών (synbiotics) και φαρμαβιοτικών (pharmabiotics), μεταμόσχευσης μικροβιώματος κοπράνων (fecal microbiota transplantαtion, FMT) κ.α.

Ήδη υπάρχουν ενθαρρυντικά αποτελέσματα από κλινικές μελέτες σε περιπτώσεις όπως: μείωση περιστατικών λοιμώξεων του ανώτερου αναπνευστικού σε νεογνά οι μητέρες των οποίων λάμβαναν συμβιωτικά συμπληρώματα κατά την εγκυμοσύνη, εκρίζωση επίμονης λοίμωξης από Clostridum difficile, επιβράδυνση της εξέλιξης του διαβήτη τύπου 1, μείωση καρδιομεταβολικών παραγόντων ρίσκου σε υγιή άτομα, μείωση πιθανοτήτων μετεγχειρητικών λοιμώξεων, ακόμα και θεραπεία του αλκοολισμού. Σε σχέση με τη χρήση προ-, πρε- και συμβιωτικών υπάρχουν πρωτόκολλα χορήγησης, ωστόσο για τις πιο παρεμβατικές θεραπείες περισσότερες μελέτες είναι απαραίτητες ώστε να γίνει ευρύτερη εφαρμογή τους.

Η μελέτη του ανθρώπινου μικροβιώματος είναι ένας σχετικά νεαρός κλάδος της επιστήμης, βρισκόμαστε πράγματι στην αρχή της «επανάστασης του μικροβιώματος», ωστόσο όπως όλα δείχνουν η επίδραση του στην ανθρώπινη φυσιολογία είναι ανεξάντλητη και τα ευρήματα ενισχύουν το δέος και εξάπτουν την περιέργεια των επιστημόνων προς την εξερεύνηση αυτού του μαγικού και περίπλοκου κόσμου.

Τα επόμενα χρόνια είναι σίγουρο ότι θα ξεδιπλωθούν μπροστά μας ακόμα περισσότερες πτυχές από τις ιδιότητες του «οργάνου» που λέγεται ανθρώπινο μικροβίωμα και οι οποίες θα δώσουν υπόσταση στην προσωποποιημένη ιατρική.

Βιβλιογραφικές αναφορές:

Adak A, Khan MR: An insight into gut microbiota and its functionalities.Cell Mol Life Sci. 2019;76(3):473–93. 10.1007/s00018-018-2943-4

Dinan TG, Cryan JF: The Microbiome-Gut-Brain Axis in Health and Disease.Gastroenterol Clin North Am. 2017;46(1):77–89. 10.1016/j.gtc.2016.09.007

Costea PI, Zeller G, Sunagawa S, et al. : Towards standards for human fecal sample processing in metagenomic studies.Nat Biotechnol. 2017;35(11):1069–76. 10.1038/nbt.3960

Noce A, Marrone G, Di Daniele F, et al.:Impact of Gut Microbiota Composition on Onset and Progression of Chronic Non-Communicable Diseases. 2019;11(5):pii: E1073. 10.3390/nu11051073

Zhuang L, Chen H, Zhang S, et al.: Intestinal Microbiota in Early Life and Its Implications on Childhood Health.Genomics Proteomics Bioinformatics. 2019;17(1):13–25. 10.1016/j.gpb.2018.10

Arumugam M, Raes J, Pelletier E, et al.: Enterotypes of the human gut microbiome. 2011;473(7346):174–80. 10.1038/nature09944

Anand, S., and Mande, S. S. (2018). Diet, microbiota and gut-lung connection.  Microbiol.9:2147. doi: 10.3389/fmicb.2018.02147

van Schaik W. The human gut resistome. Philos Trans R Soc Lond Ser B Biol Sci. 2015;370:2014008

Petersen C, Round JL. Defining dysbiosis and its influence on host immunity and disease. Cell Microbiol. 2014;16(7):1024-1033. doi:10.1111/cmi.12308.

Rastall RA, Gibson GR. Recent developments in prebiotics to selectively impact beneficial microbes and promote intestinal health. Curr Opin Biotechnol. 2015;32:42-46. doi:10.1016/j.copbio.2014.11.002.

Turner JR: Intestinal mucosal barrier function in health and disease. Nat Rev Immunol.2009;9(11):799–809. 10.1038/nri2653