Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (World Health Organization, WHO) τον Απρίλιο του 1948 όρισε την υγεία ως «κατάσταση της πλήρους φυσικής, πνευματικής και κοινωνικής ευημερίας και όχι απλώς την απουσία ασθένειας». Αυτός ο ορισμός μάς δίνει τότε για πρώτη φορά, το ολιστικό πρίσμα μέσα από το οποίο θα πρέπει να βλέπουμε τον εαυτό μας και τη φροντίδα του.
Η τεχνολογική εξέλιξη και η ανάπτυξη υγειονομικής μέριμνας, που συντελέστηκαν μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση μας έχουν προσφέρει εξαιρετικά και σωτήρια επιτεύγματα, τόσο σε επίπεδο καθημερινότητας όσο και στον τομέα της περίθαλψης. Αποτέλεσμα αυτής της εντυπωσιακής προόδου είναι, ανάμεσα σε άλλα, η αύξηση στο προσδόκιμο ζωής και η μείωση στην παιδική θνησιμότητα. Η ανθρώπινη ευρηματικότητα τα έκανε όλα πιο εύκολα και η επιστήμη της Ιατρικής κάνει πλέον θαύματα, τουλάχιστον στον λεγόμενο ανεπτυγμένο κόσμο.
Παραδόξως, αυτή η πρόοδος δεν έχει καταστεί ικανή να εξασφαλίσει στον πληθυσμό του ανεπτυγμένου κόσμου την αναμενόμενη καλή γενική υγεία. Εδώ και αρκετές δεκαετίες, τη σημαντικότερη πρόκληση δεν αποτελούν πια οι οξείες μολυσματικές και θανατηφόρες ασθένειες του παρελθόντος αλλά οι χρόνιες- μη μεταδιδόμενες παθήσεις (non communicable diseases, NCDs), αυτές δηλαδή που εμφανίζονται, κάποια στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου, ως ένα σύνολο σημείων και συμπτωμάτων και στην συντριπτική τους πλειοψηφία τον ακολουθούν για όλη τη ζωή του, συνήθως μαζί με κάποια φαρμακευτική αγωγή.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, πέντε χρόνιες παθήσεις, ο διαβήτης, η καρδιαγγειακή νόσος, ο καρκίνος, οι χρόνιες αναπνευστικές νόσοι και οι νευροεκφυλιστικές παθήσεις, είναι στο σύνολό τους υπεύθυνες για το 86% της συνολικής νοσηρότητας στην Ευρώπη και για το 77% στην Αμερική (WHO, 2016).
Αν και οι χρόνιες παθήσεις μάς είναι πια τόσο οικείες, δεν είναι, όπως – ίσως – θεωρούν οι περισσότεροι άνθρωποι, φυσιολογικό και αναμενόμενο κομμάτι του να μεγαλώνεις. Ο συγγραφέας Dan Buettner στο βιβλίο του «Blue Zones» μελετά και περιγράφει τον τρόπο ζωής κάποιων πληθυσμών του κόσμου οι οποίοι ζουν πέρα από τα 100 χρόνια. Ανάμεσα στις περιοχές της “Μπλε Ζώνης” βρίσκονται η Ικαρία, η Okinawa της Ιαπωνίας, η Σαρδηνία της Ιταλίας, η Loma Linda της Αμερικής και η Κόστα Ρίκα. Στο βιβλίο του ο Buettner ανακαλύπτει, πώς οι πληθυσμοί αυτοί καταφέρνουν να ξεπερνούν κατά πολύ το προσδόκιμο ζωής του μέσου σύγχρονου ανθρώπου και μάλιστα ελεύθεροι από χρόνιες παθήσεις. Καταλήγει μάλιστα στο ότι, ακολουθώντας έναν πιο τρόπο ζωής, όσο το δυνατό πιο κοντά στα πρότυπα των κατοίκων των περιοχών της “Μπλε Ζώνης”, μπορούμε να προσθέσουμε μια επιπλέον υγιή δεκαετία στα χρόνια μας!
Για εμάς τος σύγχρονους ανθρώπους, ισχύει το παράδοξο γεγονός ότι, παρά την έκρηξη της επιστημονικής και ιατρικής προόδου, τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν την υπ’ αριθμόν ένα αιτία θανάτων παγκοσμίως (περίπου το 30% των θανάτων ετησίως), πάνω από 350 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο ζουν με διαβήτη ενώ, για την ίδια νόσο, από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά τα περιστατικά σε κάποιες ηλικιακές ομάδες έχουν αυξηθεί κατά 900%, με τα ποσοστά αυτά να διπλασιάζονται κάθε 20 χρόνια! Είναι επίσης αξιοσημείωτο, ότι η παχυσαρκία, η οποία κατατάσσεται πια στις χρόνιες νόσους, αποτελεί μάστιγα ακόμα και σε μικρές ηλικίες, ενώ η επιβάρυνση που επιφέρει στην υγεία είναι συγκρίσιμη με αυτήν του καπνίσματος.
Η φαρμακευτική επανάσταση που βιώνουμε τις τελευταίες δεκαετίες μάς έχει κάνει να θεωρούμε απολύτως φυσιολογικό και αναμενόμενο το ότι οι άνθρωποι, από μια ηλικία και μετά, θα λαμβάνουν συστηματικά κάποια φαρμακευτική αγωγή. Τίποτα από αυτά όμως δεν είναι «φυσιολογικό» και σίγουρα το προαναφερθέν φαινόμενο δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν «αναμενόμενο».
Παράγοντες που επηρεάζουν τα επίπεδα της υγείας μας
Όπως αναφέρεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το 70% των επισκέψεων στην πρωτοβάθμια φροντίδα έχουν άμεση σχέση με τον τρόπο ζωής των ασθενών. Μα, δεν θα έπρεπε να είναι σήμερα αυτονόητο, πως με τόση πρόοδο ο τρόπος ζωής μας θα είναι προς όφελος της υγείας μας; Δυστυχώς, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Για να το διαπιστώσουμε, ας δούμε ποιοι παράγοντες θεωρούνται ως οι πιο καθοριστικοί για την υγεία μας:
Σε μακροσκοπικό επίπεδο οι αντίξοες συνθήκες κατά την παιδική ηλικία (adverse childhood events, ACEs), το γενετικό και επιγενετικό μας προφίλ, η εγγραμματοσύνη μας σε θέματα που άπτονται της υγείας, η πρόσβαση που έχουμε σε υγειονομικές δομές και υπηρεσίες, καθώς και το περιβάλλον στο οποίο ζούμε (φυσικό, εργασιακό, οικονομικό, κοινωνικό και οικογενειακό) με την όποια τοξικότητα –πραγματική ή μεταφορική «κουβαλάει».
Σε μικροσκοπικό επίπεδο, και συχνά σαν αποτέλεσμα των μακροσκοπικών, είναι παράγοντες πιο προφανείς, όπως οι διατροφικές μας συνήθειες, η σχέση μας με τη σωματική άσκηση, η επαφή μας με τη φύση, η ποιότητα του ύπνου μας, το αν καπνίζουμε, αν καταναλώνουμε αλκοόλ ή αν έχουμε άλλες εξαρτήσεις, τα επίπεδα στρες που αντιμετωπίζουμε σε καθημερινή βάση, οι διαπροσωπικές και κοινωνικές μας σχέσεις.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες μαζί και καθένας ξεχωριστά, αποτελούν το φίλτρο, μέσα από το οποίο περνάει ο ανθρώπινος οργανισμός, και είτε ωφελείται είτε επιβαρύνεται. Είναι προφανές ότι το να καταλήξει ένας άνθρωπος να ασθενήσει από κάποια χρόνια νόσο δε θα μπορούσε να αποδοθεί αποκλειστικά σε έναν από αυτούς τους παράγοντες. Ωστόσο, κάποιοι από αυτούς φαίνεται να έχουν πιο ισχυρή συσχέτιση με κάποιες νόσους από άλλους. Συγκεκριμένα, οι πιο άμεσοι παράγοντες ρίσκου για τις περισσότερες χρόνιες παθήσεις θεωρούνται η διατροφή, η φυσική άσκηση και το κάπνισμα.
Your genes are not your destiny ή αλλιώς ο τρόπος ζωής μας ως ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την υγεία μας
Η επιστήμη της επιγενετικής είναι ένας ταχέως εξελισσόμενος κλάδος της βιολογίας, που μελετά το πώς ο τρόπος ζωής και το περιβάλλον μπορούν να επηρεάσουν την έκφραση των γονιδίων μας και, κατά συνέπεια, την εμφάνιση διάφορων νόσων. Φαίνεται μάλιστα πως οι επιγενετικές αλλαγές στην γονιδιακή έκφραση μπορούν να κληροδοτηθούν στους απογόνους μας.
Πώς λοιπόν διαμορφώνονται αυτοί οι παράγοντες – ο τρόπος ζωής και το περιβάλλον – με τον εκμοντερνισμό της καθημερινότητας και την πρόοδο της ανθρωπότητας; Ας αναλογιστούμε την καθημερινότητα του μέσου ανθρώπου στον ανεπτυγμένο κόσμο:
Η διατροφή έχει γίνει γρήγορη, υπέρ-επεξεργασμένη, πακεταρισμένη, δεν τη συλλέγουμε ούτε την καλλιεργούμε εμείς, αλλά την αγοράζουμε εύκολα και σε ποσότητες δυσανάλογες των πραγματικών αναγκών μας. Τα παιδιά κληρονομούν στρεβλές διατροφικές συνήθεις, ενώ ακόμα και η Μεσογειακή διατροφή, η οποία αποτελούσε για χρόνια ασπίδα υγείας του ελληνικού πληθυσμού έχει πια εκφυλιστεί και δυτικοποιηθεί, σε βαθμό που δύσκολα μπορούμε πια να ισχυριζόμαστε ότι την ακολουθούμε.
Η καθημερινή άσκηση, η οποία παλαιότερα εξασφαλιζόταν μέσω της χειρωνακτικής εργασίας, έχει σχεδόν εξαφανιστεί και δεν αντικαθίσταται επαρκώς από την άσκηση για ψυχαγωγικούς σκοπούς.
Ο ύπνος, ο οποίος είναι τόσο ζωτικής σημασίας για το σώμα όσο η ίδια η τροφή, δεν είναι πια εναρμονισμένος με τον κύκλο της ημέρας, αλλά τον έχουμε στριμώξει κάπου ανάμεσα στα τρελά μας ωράρια και την υπερβολική φωταγώγηση των νυχτερινών ωρών.
Η επαφή μας με τη φύση, ειδικά στα αστικά κέντρα, είναι σχεδόν ανύπαρκτη, οι διαπροσωπικές μας σχέσεις έχουν γίνει πιο απρόσωπες και η κοινωνική συνοχή εξαφανίζεται. Το στρες που βιώνουμε στη σύγχρονη οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα είναι πρωτοφανές και καθημερινό. Η μόλυνση και η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, καθώς και οι υπέρ το δέον παρεμβάσεις μας σε αυτό, θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωσή μας (η τωρινή πανδημία είναι ένα παράδειγμα), ο υπερπληθυσμός του πλανήτη καθιστά τις συνθήκες ζωής μας ολοένα και λιγότερο βιώσιμες, ενώ η εξάρτησή μας από την τεχνολογία πολλές φορές αλλοιώνει τη σκέψη μας.
Μέσα στη δίνη όλων αυτών των συνθηκών ο άνθρωπος καλείται να παραμείνει υγιής σωματικά και πνευματικά. Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν περνά απαρατήρητο από το σώμα μας, το οποίο καθημερινά πασχίζει να διατηρήσει την ισορροπία και την ανθεκτικότητά του.
Πώς αντιμετωπίζουμε σήμερα τις χρόνιες παθήσεις
Ο αντίκτυπος αυτής της κατάστασης στην υγεία του ανθρώπου, τα χρόνια νοσήματα, αντιμετωπίζεται από τα σύγχρονα συστήματα υγείας μάλλον επιφανειακά. Η νόρμα σήμερα, για τους επαγγελματίες υγείας του συμβατικού μοντέλου Ιατρικής, είναι να διαχειρίζονται το αποτέλεσμα της ασθένειας (σύμπτωμα) φαρμακευτικά ή, αν η κατάσταση είναι επείγουσα, παρεμβατικά.
Οι πραγματικές αιτίες που φέρνουν ένα σώμα στην κατάσταση ασθένειας σπάνια αγγίζονται σε όσο βάθος θα έπρεπε και σπάνια αποτελούν κομμάτι της λύσης. Για την αντιμετώπιση μιας χρόνιας ασθένειας το νήμα πιάνεται από ένα σημείο και μετά, σπάνια δίνεται η απαραίτητη προσοχή στο πριν. Είναι σαν να πλημμυρίζει το σπίτι μας εξαιτίας κάποιας ανοιχτής βρύσης και εμείς, αντί να κλείσουμε ΠΡΩΤΑ τη βρύση, διαλέγουμε να αφήσουμε τη βρύση ανοιχτή και να σφουγγαρίζουμε για την υπόλοιπη ζωή μας. Με μια ανάλογη προσέγγιση από πλευράς συμβατικής Ιατρικής, πολλές χρόνιες παθήσεις χαρακτηρίζονται ως μη αναστρέψιμες και παίρνουν τη σφραγίδα του “τελεσίδικου” στη συνείδηση και την ψυχολογία των ασθενών. Εάν όμως κάνουμε ένα – ή περισσότερα – βήματα πίσω θα έμοιαζε πιο λογικό ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ να εντοπίσουμε τους παράγοντες που πυροδότησαν την εμφάνιση της νόσου, και έτσι το θεραπευτικό πλάνο να έθετε ως προτεραιότητα την απαλλαγή από αυτούς.
Η Ιατρική του Τρόπου Ζωής αλλάζει το πρίσμα αντιμετώπισης των χρόνιων παθήσεων
Αυτή την ανάγκη για ολιστική προσέγγιση της υγείας και της φροντίδας του ανθρώπου καταδεικνύει η Ιατρική του Τρόπου Ζωής (Lifestyle Medicine). Δεν στοχεύει στην απλή διαχείριση των συμπτωμάτων και των σημείων των χρόνιων παθήσεων, αλλά στην αναζήτηση της ρίζας του προβλήματος, συνεπώς μπορεί να αποτελέσει το κλειδί τόσο για την πρόληψή όσο και για τη θεραπεία τους.
Κάπως έτσι μπορεί να αλλάξει η αντίληψή μας για το τι σημαίνει βέλτιστη υγεία και το πώς μπορούμε να ανταποκριθούμε επιστημονικά και υγειονομικά στο αβάσταχτο βάρος των χρόνιων παθήσεων, βάζοντας τον ασθενή στο κέντρο της προσέγγισης. Οι αρχές του Lifestyle Medicine είναι απλές, βασίζονται στην επιστήμη αλλά και τη θεώρηση ότι το σώμα μας είναι μια λειτουργική ολότητα με εγγενή ικανότητα αυτό-ίασης υπό κατάλληλες συνθήκες. Στο κέντρο της φιλοσοφίας της βρίσκεται το ότι, σε τεράστιο βαθμό οι επιλογές στον τρόπο ζωής μας καθορίζουν τα επίπεδα υγείας μας.
Δεν μοιάζει σαν μια πραγματικά «ιατρική» προσέγγιση η θεώρηση της Ιατρικής του Τρόπου Ζωής; Δεν αρκείται στη φαρμακευτική διαχείριση μια χρόνιας ασθένειας, αλλά στοχεύει στο να ξαναβάλει το σώμα σε τροχιά ίασης και υγείας από τη βάση του. Αν λοιπόν είχατε μια χρόνια νόσο και σας δινόταν η επιλογή: να τη διαχειριστείτε λαμβάνοντας κάποια φαρμακευτική αγωγή για την υπόλοιπη ζωή σας ή να δοκιμάσετε να απαλλαγείτε από αυτήν μέσα από αλλαγές στον τρόπο ζωής σας, τί θα διαλέγατε;
Βιβλιογραφικές αναφορές
World Health Organization, Health Topics, Non Communicable Diseases
https://www.who.int/health-topics/noncommunicable-diseases
Centers for Disease and Control Prevention, What is epigenetics?
https://www.cdc.gov/genomics/disease/epigenetics.htm
Holman H. Chronic disease–the need for a new clinical education. JAMA. 2004 Sep 1;292(9):1057-9. doi: 10.1001/jama.292.9.1057. PMID: 15339897.
Buettner D, 2008 The Blue Zone: lessons for living longer from the people who have lived the longest, National Geographic Society
Weinhold B. Epigenetics: the science of change. Environ Health Perspect. 2006;114(3):A160-A167. doi:10.1289/ehp.114-a160